δηλητηρίασις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δηλητηρίασις < (δηλητηριάζω), δηλητηρια- + -σις (μαρτυρείται από το 1866) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δηλητηρίασις θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 271, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου