δηλοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δηλοποίηση | οι | δηλοποιήσεις |
γενική | της | δηλοποίησης* | των | δηλοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δηλοποίηση | τις | δηλοποιήσεις |
κλητική | δηλοποίηση | δηλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δηλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δηλοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δηλοποίη(σις) + -ση ή δηλοποι(ώ), δηλοποιη- + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δηλοποίηση θηλυκό
- (σπάνιο, λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δηλοποιώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δηλοποίηση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- δηλοποίηση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)