δηλωμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]δηλωμένη
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δηλωμένη θηλυκό
- η πόρνη που έχει επίσημα δηλώσει την ιδιότητά της στις αρχές