δημευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δημεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]δημευμένος, -η, -ο
- που έχει δημευθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημευμένος
|