δημοκρατικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοκρατικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοκρατικῶς < δημοκρατικός. Συγχρονικά αναλύεται σε δημοκρατικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
[επεξεργασία]δημοκρατικώς
Πηγές
[επεξεργασία]- «δημοκρατικός (& δημοκρατικά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)