δημοπράτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δημοπράτηση | οι | δημοπρατήσεις |
γενική | της | δημοπράτησης* | των | δημοπρατήσεων |
αιτιατική | τη | δημοπράτηση | τις | δημοπρατήσεις |
κλητική | δημοπράτηση | δημοπρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημοπρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοπράτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δημοπρατώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοπράτηση