δηώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]δηώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δηώ
- θα δηώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δηώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δηώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δήωση