διάβροχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάβροχος < αρχαία ελληνική διάβροχος < διαβρέχω
Επίθετο
[επεξεργασία]διάβροχος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάβροχος
|