διάγγελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διάγγελος | οι | διάγγελοι |
γενική | του | διάγγελου & διαγγέλου |
των | διάγγελων & διαγγέλων |
αιτιατική | τον | διάγγελο | τους | διάγγελους & διαγγέλους |
κλητική | διάγγελε | διάγγελοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάγγελος < αρχαία ελληνική διάγγελος < διά- + -άγγελος < ἀγγέλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάγγελος αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του διαγγελέας: αγγελιοφόρος
- (παρωχημένο) (ειδικότερα) αντιπρόσωπος ή διπλωματικός απεσταλμένος / αγγελιοφόρος του πάπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάγγελος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άγγελος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)