διάμεσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διάμεσο | τα | διάμεσα |
γενική | του | διάμεσου | των | διάμεσων |
αιτιατική | το | διάμεσο | τα | διάμεσα |
κλητική | διάμεσο | διάμεσα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάμεσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διάμεσος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάμεσο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάμεσο
→ δείτε τις λέξεις μέντιουμ, διάκενο και ιντερμέτζο |