διάραχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάραχο < διά + ράχη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάραχο ουδέτερο

  1. κορφή ράχης
  2. τράχηλος βουνού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]