διάραχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάραχο < διά + ράχη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάραχο ουδέτερο
- κορφή ράχης
- τράχηλος βουνού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάραχο
|