διάττοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διάττοντας οι διάττοντες
      γενική του διάττοντα των διαττόντων
    αιτιατική τον διάττοντα τους διάττοντες
     κλητική διάττοντα διάττοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάττοντας < αρχαία ελληνική διᾴττων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διᾴττω / διᾴσσω / διαΐσσω < ἀΐσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάττοντας αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

διάττοντας

  1. (αστρονομία) διάττοντας
  2. (μεταφορικά) εντελώς περιστασιακός

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]