διάφορων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ˈa.fo.ron/ & /ˈðʝa.fo.ron/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διάφορων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διάφορων ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του διάφορο