διαβάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðʝaˈva.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐βά‐ζο‐μαι
- ομόηχο: διαβάζομε
Ρήμα
[επεξεργασία]διαβάζομαι, π.αόρ.: διαβάστηκα, μτχ.π.π.: διαβασμένος, (ενεργ.: διαβάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος διαβάζω
- ↪ διαβάστηκε πολύ αυτό το βιβλίο
- ↪ στα βυζαντινά χρόνια διαβάζονταν πολύ οι βίοι αγίων· ήταν αγαπημένα αναγνώσματα