διαβάσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβάσης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβάσης αρσενικό
- είδος πετρώματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαβάσης
|