διαβάτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβάτισσα θηλυκό
- αυτή που περνάει βαδίζοντας από κάπου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβάτισσα
|