διαβαθμίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διαβαθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβαθμίζω
- θα διαβαθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβαθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διαβαθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβάθμιση