διαβουλεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβουλεύομαι < αρχαία ελληνική διαβουλεύομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διαβουλεύομαι (αποθετικό)
- συσκέπτομαι με άλλους ανταλλάσσοντας απόψεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαβουλεύομαι