διαβρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαβρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]διαβρωμένος, -η, -ο
- που έχει διαβρωθεί
διαβρωμένος, -η, -ο