διαβόλισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαβόλισσα οι διαβόλισσες
      γενική της διαβόλισσας
    αιτιατική τη διαβόλισσα τις διαβόλισσες
     κλητική διαβόλισσα διαβόλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαβόλισσα < διάβολος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαβόλισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διάβολος