διαγωνιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαγωνιζόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διαγωνίζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]διαγωνιζόμενος, η, ο
- που διαγωνίζεται, παίρνει μέρος σε διαγωνισμό αυτή τη στιγμή ή σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή του παρελθοντος
- Οι διαγωνιζόμενοι τραγουδιστές στην Γιουροβίζιον προσπάθησαν να...
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαγωνιζόμενος