διαδοχικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαδοχικότητα < διαδοχικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαδοχικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος διαδοχικός με κάποιον άλλο, η ιδιότητα του διαδοχικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαδοχικότητα
|