διαδραματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαδραματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαδραματίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]διαδραματισμένος, -η, -ο
- που έχει διαδραματιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαδραματισμένος
|