διαθέτοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]διαθέτοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαθέτω
- ↪ Βοήθησε πολύ κόσμο διαθέτοντας την προσωπική περιουσία του
- ↪ Άνεργος ο Παύλος; Διαθέτοντας τόσα προσόντα; Πώς γίνεται αυτό;