διαθλασίμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθλασίμετρο < (καθαρεύουσα) διάθλασι(ς) (διάθλαση) + -μετρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαθλασίμετρο ουδέτερο
- όργανο μέτρησης της απόκλισης του φωτός, καθώς αυτό προσπίπτει στην επιφάνεια ενός υλικού (για αναλύσεις της ποιότητας και περιεκτικότητας του μελιού, κρασιού κ.ά.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθλασίμετρο
|