διαθρυλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαθρυλώ < αρχαία ελληνική διαθρυλέω / διαθρυλῶ < διά + θρυλέω / θρυλῶ < θρῦλος

διαθρυλώ (παθητική φωνή: διαθρυλούμαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]