διαθρύπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαθρύπτω < δια- + θρύπτω

διαθρύπτω

  1. σπάζω σε κομμάτια
  2. (μεταφορικά) καταρρακώνω κάποιον
  3. περηφανεύομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]