διακανονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακανονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακανονίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]διακανονισμένος, -η, -ο
- που έχει διακανονιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακανονισμένος
|