διακαώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακαώς < επίθετο διακαής

Επίρρημα

[επεξεργασία]

διακαώς

  • (για συναίσθημα) πολύ έντονα
    οι πολιτικοί επιθυμούν διακαώς την εξουσία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]