διακλυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακλυσμός < ελληνιστική κοινή διακλυσμός < αρχαία ελληνική διακλύζω < διά + κλύζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διακλυσμός ουδέτερο
- ο καθαρισμός κάποιας σωματικής κοιλότητας με κλύσμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακλυσμός
|