διακοσμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακοσμημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διακοσμώ
Μετοχή
[επεξεργασία]διακοσμημένος
- που έχει διακοσμηθεί, που γύρω του ή επάνω του έχουν τοποθετηθεί διάφορα αντικείμενα (πχ. λουλούδια, έργα τέχνης για έναν τόπο) ώστε να γίνει πιο ωραίος