διακριβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακριβώνω < αρχαία ελληνική διακριβόω / διακριβῶ < (διά) δι- + ἀκριβόω / ἀκριβῶ < ἀκριβής < ἄκρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ḱrós (ὀξύς) < *h₂eḱ- +‎ *-rós (ὀξύς)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.a.kɾiˈvo.no/ & /ði̯a.kɾiˈvo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κρι‐βώ‐νω

διακριβώνω, αόρ.: διακρίβωσα, παθ.φωνή: διακριβώνομαι, π.αόρ.: διακριβώθηκα, μτχ.π.π.: διακριβωμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ακριβής και άκρος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]