διακυβεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈve.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κυ‐βεύ‐ο‐μαι

διακυβεύομαι, π.αόρ.: διακυβεύτηκε/διακυβεύθηκε, μτχ.π.π.: διακυβευμένος, (ενεργ.: διακυβεύω)



διακυβεύομαι