διαμαρτύρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαρτύρηση οι διαμαρτυρήσεις
      γενική της διαμαρτύρησης* των διαμαρτυρήσεων
    αιτιατική τη διαμαρτύρηση τις διαμαρτυρήσεις
     κλητική διαμαρτύρηση διαμαρτυρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμαρτυρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαμαρτύρηση < διαμαρτυρώ, διαμαρτυρη- + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική protestation) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.maɾˈti.ɾi.si/ & /ðʝa.maɾˈti.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐μαρ‐τύ‐ρη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαμαρτύρηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]