διαμείβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαμείβω < (διά) δι- + ἀμείβω

διαμείβω

  1. ανταλλάσσω
  2. αλλάζω
  3. διασχίζω
  4. (στη μεσοπαθητική φωνή) → δείτε τη λέξη διαμείβομαι (ελληνιστική κοινήσημ αναποδίδω