διαμείβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διαμείβω
- ανταλλάσσω
- αλλάζω
- διασχίζω
- (στη μεσοπαθητική φωνή) → δείτε τη λέξη διαμείβομαι (ελληνιστική κοινή) σημ αναποδίδω
Πηγές
[επεξεργασία]- διαμείβω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.