διαμεσολάβηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμεσολάβηση | οι | διαμεσολαβήσεις |
γενική | της | διαμεσολάβησης* | των | διαμεσολαβήσεων |
αιτιατική | τη | διαμεσολάβηση | τις | διαμεσολαβήσεις |
κλητική | διαμεσολάβηση | διαμεσολαβήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμεσολαβήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμεσολάβηση < διαμεσολαβώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαμεσολάβηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμεσολαβώ