διαπεραστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]διαπεραστικά < διαπεραστικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]διαπεραστικά
- με διαπεραστικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαπεραστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διαπεραστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαπεραστικό