διαπλέκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαπλέκω < αρχαία ελληνική

διαπλέκω (και μέσο διαπλέκομαι)

  • φέρνω μαζί και συνδέω, δημιουργώ σχέση μεταξύ στοιχείων, προσώπων κλπ. ώστε να μην διαχωριστούν εύκολα από το σύνολο, πχ. ως άτομα με κοινά συμφέροντα εμπλεκόμενα σε μια υπόθεση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]