διαρκούντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαρκοῦντος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαρκούντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκοῦντος (τοῦ), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική durant le

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.aɾˈkun.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐κού‐ντος

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

διαρκούντος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • λήμμα «διαρκώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)