διαρρήδην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαρρήδην < αρχαία ελληνική διαρρήδην < διά + ῥήδην < εἴρω < *ϝερέω (*weréō) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werh₃- / *wer- (λέγω)
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαρρήδην
- (λόγιο) ρητά, απερίφραστα, σαφώς, ακριβώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαρρήδην
|