διασαφηνισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]διασαφηνισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διασαφηνίζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]οι μορφές
- διασαφημένος (< διασαφώ)
- διασαφισμένος (< διασαφίζω)
και
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασαφηνισμένος
|