διασπώμενο σάκχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασπώμενο σάκχαρο : → δείτε τις λέξεις διασπώμενος και σάκχαρο
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]διασπώμενο σάκχαρο ουδέτερο
- Δείτε πολυσακχαρίτης.