διασυνδετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασυνδετισμός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική connectionism
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διασυνδετισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, θεωρία της γνώσης) που μελετά και ερμηνεύει τις διανοητικές διεργασίες, καθώς και τους μηχανισμούς της μάθησης, με τη χρήση τεχνητών νευρωνικών δικτύων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασυνδετισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)