διασύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασύρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]διασύρω
- εξευτελίζω σε μεγάλο βαθμό κάποιον ή τιμή και την υπόληψή του