διατάσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διατάσσομαι < λείπει η ετυμολογία

διατάσσομαι

  1. λαμβάνω διαταγή από έναν ανώτερο, εντολή που συνήθως δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσω ή να παραβώ
  2. θέτομαι σε ορισμένη διάταξη, σειρά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]