διατυμπάνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διατυμπάνιση | οι | διατυμπανίσεις |
γενική | της | διατυμπάνισης* | των | διατυμπανίσεων |
αιτιατική | τη | διατυμπάνιση | τις | διατυμπανίσεις |
κλητική | διατυμπάνιση | διατυμπανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατυμπανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατυμπάνιση < διατυμπανίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διατυμπάνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διατυμπανίζω, η διάδοση μιας είδησης με πομπώδη τρόπο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διατυμπάνιση
|