διαφεύγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαφεύγω < διά + φεύγω

διαφεύγω

1. Απομακρύνομαι εντέχνως (από τόπο ή κατάσταση), χωρίς να γίνομαι αντιληπτός

2 Καταφέρνω να αποφύγω (κάτι αρνητικό για μένα)

3 Διαρρέω, διαχέομαι


ο καταζητούμενος διέφυγε τη σύλληψη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]