διαφοροποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαφοροποιώ < διάφορος + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική différencier)

διαφοροποιώ (παθητική φωνή: διαφοροποιούμαι)

  1. κάνω κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο
  2. δηλώνω ότι έχω διαφορετική τοποθέτηση σε ένα ζήτημα σε σύγκριση με ενός ή πολλών άλλων
    Παρακαλώ, εγώ θα ήθελα να διαφοροποιηθώ επ' αυτού
    Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης διαφοροποιήθηκαν σαφέστατα όσον αφορά στο επίμαχο άρθρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]