διαχωριστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαχωριστήρας αρσενικό
- συσκευή ή μηχάνημα που διαχωρίζει, που συμβάλλει στον διαχωρισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ελαιοδιαχωριστήρας
- → δείτε τις λέξεις διαχωρίζω, χωρίζω και χώρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαχωριστήρας
|