διαψύχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαψύχω < αρχαία ελληνική διαψύχω < δια- + ψύχω
Ρήμα
[επεξεργασία]διαψύχω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- διάψυξη
- διαψυκτικός
- → δείτε τις λέξεις διά και ψύχω